διασταθμίζω

διασταθμίζω
διασταθμ-ίζω,
A = διασταθμάομαι, Sm.Is.33.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διασταθμίζουσιν — διασταθμίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασταθμίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταθμίζεται — διασταθμίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταθμίζοντες — διασταθμίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταθμίσας — διασταθμίσᾱς , διασταθμίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”